-
1 καθ-αγνίζω
καθ-αγνίζω, rein machen, reinigen; τόπον ϑείῳ καὶ δᾳδί Luc. Philops. 12; opfern, wie καϑαγίζω, πέλανον ἐπὶ πυρὶ καϑαγνίσας Eur. Ion 709; ἕκτον τόδ' ἦμαρ, ἐξ ὅτου σφαγαῖς ϑανοῦσα μήτηρ πυρὶ καϑήγνισται δέμας Or. 39, wo der Schol. κεκάϑαρται καὶ καϑωσίωται erkl., u. an das Verbrennen u. die dabei üblichen Todtenopfer zu denken ist. Bei Soph. Ant. 1081, ὅσων σπαράγματ' ἢ κύνες καϑήγνισαν, hat man gegen die mss. καϑήγισαν geändert, nach Hesych., der bemerkt καϑαγίσω, συντελέσω καὶ καϑιερώσω, παρὰ δὲ Σοφοκλεῖ ἐπὶ τοῦ μιαίνειν τέτακται; richtig erkl. Schol. μετὰ ἄγους ἐκόμισαν, wohin die Hunde Stücke des Leichnams gebrach so daß sie verunreinigt sind u. deshalb gesühnt werden müssen. Vgl. ἅγος.
-
2 καθαγνίζω
A purify, hallow,τὸν τόπον θείῳ καὶ δᾳδί Id.Philops.12
; μήτηρ πυρὶ καθήγνισται δέμας, i.e. has been burnt on the funeral-pyre, E.Or. 40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαγνίζω
См. также в других словарях:
καθαγνίζω — (AM καθαγνίζω) καθιστώ κάτι αγνό, εξαγνίζω, καθαρίζω («τὸν τόπον θείῳ καὶ δᾳδὶ καθαγνίζειν», Λουκιαν.) αρχ. 1. προσφέρω ως εξιλεωτική θυσία («πέλανον ἐπὶ πυρὶ καθαγνίσας» αφού προσέφερε πάνω στην πυρά τού βωμού ως θυσία μίγμα από αλεύρι, μέλι και … Dictionary of Greek